- δίδραχμα
- δίδραχμοςpriced at two drachmsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
дидрагма — ДИДРАГМ|А (8), Ы с. τὸ δίδραχμον, τὰ δίδραχμα Монета достоинством в две драхмы: аще сн҃а к(о)му или дщерь прободеть. срѣбра ·л҃· дидр(а)гмъ да вдасть г(с)нѹ его. (δίδραχμα) КР 1284, 259г; Вшедшимъ же имъ в каперънамъ. приступиша. иже приемлюще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επικεφάλαιος — ἐπικεφάλαιος, ον (AM) 1. αυτός που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι 2. (για φόρο) αυτός που καταβάλλεται κατ’ άτομο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικεφάλαιον α) κεφαλικός φόρος β) κατάλογος, μητρώο γ) μέτρο βάρους ίσο με δύο δίδραχμα*. επίρρ... ἐπικεφαλαίως … Dictionary of Greek
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek